Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

J i t t e r b u g

"Είχατε φύγει κι οι δυο σας", είπε ο Παν από τη γωνιά του. 
"Αλλά εσύ σταμάτησες και ξαναγύρισες. Εκείνη έφυγε".
Φυσικά ο Αλομπάρ ένιωσε τον πειρασμό να ξαναρχίσει 
το πείραμα για να μπορέσει να την προλάβει - όπου κι αν βρισκόταν εκείνη. Το σκέφτηκε όμως καλύτερα και ενδίδοντας στην πιο πραγματική του φύση, αποφάσισε να την περιμένει να γυρίσει. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ο Αλομπάρ άναψε όλα τα κεριά στο δωμάτιο αδιαφορώντας για το τι θα σκέφτονταν οι καλόγεροι γι αυτή την έντονη φωταγωγία. Αν εμφανιζόταν έστω και το παραμικρό της ίχνος, δεν ήθελε να το χάσει. Γύρω στα μεσάνυχτα, όμως, όταν ούτε καν το λακκάκι στο πιγούνι της δεν έλεγε να φανεί, 
άρχισε να δοκιμάζει αλλεπάλληλα αισθήματα πανικού και ανακούφισης - πανικού, 
γιατί η εξαφάνισή της μπορεί να ήταν μόνιμη, ανακούφισης, γιατί αυτός ο ίδιος δεν είχε εξαφανιστεί.
Με το ξημέρωμα, έσβησε όλα τα κεριά που τώρα θύμιζαν δάχτυλα απρόσεχτων μυλεργατών και συνέχισε την αγρύπνια με το φως της ημέρας. Πάνω από το καταρ-
ρακτώδες ροχαλητό του Πάνα, μπορούσε να διακρίνει το τρίξιμο που έκαναν τα κάρα
πηγαίνοντας στην αγορά, το τιτίβισμα των πουλιών που καθάριζαν τα πνευμόνια τους 
και το ποδοβολητό των μοναχών που σεργιάνιζαν πέρα δώθε έξω από το μαγαζί, αλλά
δεν μπορούσε ν' ακούσει ούτε καν έναν ψίθυρο από την Άλλη Όχθη.
Δεν είχε απομείνει τίποτα από την Κούδρα, εκτός από ένα ζευγάρι άδεια παπούτσια. 
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή της, έβαλε φωτιά στο 
αριστερό γοβάκι της και βάλθηκε να το καπνίζει. Μόλις που είχε φυσήξει μια τουλίπα
καπνού, περίπου στο μέγεθος του αριστερού βυζιού της όταν - τι ντροπή! - έφτασαν οι 
χωροφύλακες. Συνέλαβαν τον Αλομπάρ με την κατηγορία της αίρεσης, της βλασφημίας,
του σατανισμού και της μαγείας και κατασχέσανε το μπουκάλι με τη φιγούρα του Κερασφόρου σαν πειστήριο.
Το να μπουκάρει μέσα στη Βαστίλη, για τον αόρατο Πάνα ήταν τόσο εύκολο όσο το 
να πηδήξει μια προβατίνα. Πριν καλά καλά περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη, πριν προλάβουν να ξεκρεμάσουν τα μαστίγια και τις λουρίδες από τους τοίχους, ο Παν είχε ελευθερώσει τον Αλομπάρ όσο και το μπουκάλι, μην αφήνοντας 
τίποτ' άλλο στη θέση τους παρά μια απαίσια μυρωδιά.
Ξεκίνησαν αμέσως για το μαγαζί. Το βρήκαν αμπαρωμένο με σανίδες καρφωμένες στα 
παράθυρα κι ένα ξύλινο σταυρό στην μπροστινή πόρτα. Ξεκάρφωσαν κάποιες χαλαρές 
σανίδες στην πίσω μεριά και ανέβηκαν στο σπίτι. Το σαλόνι ήταν όπως το είχαν αφήσει.
Το γοβάκι της Κούδρα ήταν αναποδογυρισμένο πάνω στο χαλί, σαν βάρκα που είχε
ξεβραστεί σε ερημική ακτή. 
Ήταν μόλις τέσσερις το πρωί, αλλά στο μοναστήρι απέναντι στο δρόμο, άρχισαν κιόλας 
ν' ανάβουν οι φλόγες των κεριών. Ο Αλομπάρ ήξερε ότι έπρεπε να φύγει από κει όσο 
πιο γρήγορα γινόταν, αλλά μάζεψε όσα περισσότερα σύνεργα αρωματοποιίας μπορούσε 
να πάρει μαζί του και άφησε ένα σημείωμα στο παπούτσι της Κούδρα, λέγοντάς της 
να τον αναζητήσει στα πατζαροχώραφα της Βοημίας :
                       
dhyda.wordpress.com 
                         Tom Robbins - Το Άρωμα του Όνείρου
                                                 Aquarius Publishing Co.


Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

I .. Υστερόγραφο μιας εποχής

photo by Georges Salameh       

" Μην ξαφνιαστείς όταν ανακαλύψεις
 σε τι απαράδεκτο λιμάνι είχες αράξει." Tom Robbins

- Δεν ξαφνιάζομαι. Σε 5'' έχω μεταφερθεί αλλού: 
dhyda.wordpress.com